εξουθένωμα

εξουθένωμα
το объект унижения, презрения;

εξουθένωμα της κοινωνίας — презираемый обществом человек


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξουθένωμα" в других словарях:

  • εξουθένωμα — το (Μ ἐξουθένωμα) αντικείμενο περιφρόνησης, περίγελως …   Dictionary of Greek

  • εξουθένωμα — το, ατος 1. πρόσωπο ή πράγμα που έπαθε εξουθένωση (βλ. λ., 1). 2. αντικείμενο περιφρόνησης, ό,τι είναι αποξενωμένο από τιμή και υπόληψη: Εξουθένωμα της κοινωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξουθένημα — ἐξουθένημα, το (AM) το εξουθένωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»